κυμινοπρίστης

κυμινοπρίστης
κυμινοπρίστης, ὁ (Α)
1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο
2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυμινοπρίστης — κυμῑνοπρίστης , κυμινοπρίστης cummin splitter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμινοπρίσται — κυμῑνοπρίσται , κυμινοπρίστης cummin splitter masc nom/voc pl κυμῑνοπρίστᾱͅ , κυμινοπρίστης cummin splitter masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμινοπρίστας — κυμῑνοπρίστᾱς , κυμινοπρίστης cummin splitter masc acc pl κυμῑνοπρίστᾱς , κυμινοπρίστης cummin splitter masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμινοπριστία — κυμινοπριστία, ἡ (Α) [κυμινοπρίστης] υπερβολική φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… …   Dictionary of Greek

  • κυμινοπρίστην — κυμῑνοπρίστην , κυμινοπρίστης cummin splitter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”