κυμινοπρίστης — κυμῑνοπρίστης , κυμινοπρίστης cummin splitter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμινοπρίσται — κυμῑνοπρίσται , κυμινοπρίστης cummin splitter masc nom/voc pl κυμῑνοπρίστᾱͅ , κυμινοπρίστης cummin splitter masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμινοπρίστας — κυμῑνοπρίστᾱς , κυμινοπρίστης cummin splitter masc acc pl κυμῑνοπρίστᾱς , κυμινοπρίστης cummin splitter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυμινοπριστία — κυμινοπριστία, ἡ (Α) [κυμινοπρίστης] υπερβολική φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… … Dictionary of Greek
κυμινοπρίστην — κυμῑνοπρίστην , κυμινοπρίστης cummin splitter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)